- συγκρότηση
- η / συγκρότησις, -ήσεως, ΝΜΑ [συγκροτῶ]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγκροτώ, η συνένωση σε ένα αρμονικό σύνολο, σύσταση, σχηματισμός («επιβάλλεται η συγκρότηση εξεταστικής επιτροπής»)νεοελλ.1. στον πληθ. οι συγκροτήσειςφυσ. οι παλμοί που προκύπτουν από τον συνδυασμό δύο ταλαντώσεων ή κυμάτων με συχνότητες ελάχιστα διαφορετικές μεταξύ τους2. φρ. α) «συγκρότηση συλλαλητηρίου [ή συνεδριάσεως ή συνέλευσης]» — σύνοδος προσώπων σε συλλαλητήριο [συνεδρίαση ή συνέλευση]β) «συγκρότηση σε σώμα»(για αιρετό όργανο) σύνοδος σε πρώτη συνεδρίαση και ανάδειξη, βάσει τών νόμιμων διατάξεων και τού κανονισμού ή τού καταστατικού, τής διοίκησης, καθώς και κατανομής αρμοδιοτήτων τών μελών τηςαρχ.επιδοκιμασία, έγκριση ή ενθάρρυνση, υποστήριξη.
Dictionary of Greek. 2013.